παρακινῇ

παρακινῇ
παρακινέω
move aside
pres subj mp 2nd sg
παρακινέω
move aside
pres ind mp 2nd sg
παρακινέω
move aside
pres subj act 3rd sg
παρακῑνῇ , παρακινέω
move aside
pres subj mp 2nd sg
παρακῑνῇ , παρακινέω
move aside
pres ind mp 2nd sg
παρακῑνῇ , παρακινέω
move aside
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ολιγότητα — η (Α ὀλιγότης, ητος) [ολίγος] 1. μικρή ποσότητα, το ολιγάριθμο 2. σπανιότητα, έλλειψη («μή τι παρακινῆ αὐτοῡ τῶν ἐκεῑ διὰ πλῆθος οὐσίας ἢ δι ὀλιγότητα», Πλάτ.) αρχ. 1. (για χρόνο) βραχύτητα 2. (για φωνή) αδυναμία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”